- μουσουργούς
- μουσουργόςcultivating musicmasc/fem acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ταραντέλα — Ιταλικός λαϊκός χορός. Ονομάστηκε έτσι από την πόλη Τάραντα. Το μουσικό του μέτρο είναι 6/8, 3/8 με τη χαρακτηριστική αδιάκοπη χρήση τρίηχων. Ο ρυθμός είναι γοργός. Συνοδεύεται από κιθάρες, ντέφι, καστανιέτες και κάποτε και από τραγούδι. Στον… … Dictionary of Greek
Σαμψών — I Άγιος της Αν. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Ευγενής και πλούσιος Ρωμαίος, γιατρός και συγγενής του Μεγάλου Κωνσταντίνου, ο οποίος εγκαταστάθηκε στην Κωνσταντινούπολη, όπου ανάπτυξε μεγάλη φιλανθρωπική δραστηριότητα. Εκεί, με τη συνδρομή του αυτοκράτορα… … Dictionary of Greek
Σίλινγκς, Μαξ — (Schillings). Γερμανός μουσουργός (1868 1933). Διετέλεσε μουσικός σύμβουλος του βασιλικού θεάτρου της Στουτγκάρδης, διευθυντής των συναυλιών της Αυλής και διευθυντής ορχήστρας του μελοδράματος. Αργότερα εγκαταστάθηκε στο Βερολίνο, όπου επιδόθηκε… … Dictionary of Greek
Τυπάλδος — Επώνυμο ευγενούς οικογένειας της Κεφαλονιάς, που καταγόταν από τη Ρώμη και εγκαταστάθηκε στο νησί τον 8o αι. Από τον 15o αι. πολλά μέλη της οικογένειας αυτής, που διαιρέθηκε σε πολυάριθμους κλάδους, άρχισαν να καταλαμβάνουν ανώτατα δημόσια… … Dictionary of Greek